- πτερόεντι
- πτερόειςfeatheredmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
πτερόεντ' — πτερόεντα , πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεντα , πτερόεις feathered masc acc sg πτερόεντι , πτερόεις feathered masc/neut dat sg πτερόεντε , πτερόεις feathered masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)